- εὐδιάλυτα
- εὐδιάλυτοςeasy to undoneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
κάδμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cd. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 48, ατομική μάζα 112,41 και οκτώ σταθερά ισότοπα. Το παρατήρησε για πρώτη φορά το 1817 ο Γερμανός χημικός Στρόμεγιερ (1776 1835) στον… … Dictionary of Greek
αιθανολαμίνες — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις, αμινοπαράγωγα της αιθυλικής αλκοόλης. Υπάρχουν τρία παράγωγα: η μονοαιθανολαμίνη ή κολαμίνη, CΗ2(ΟΗ) CΗ2ΝΗ2, η διαιθανολαμίνη, (CΗ2[ΟΗ]CΗ2)2ΝΗ και η τριαιθανολαμίνη, Ν(CΗ2CΗ2 [ΟΗ])3. Παρασκευάστηκαν για πρώτη φορά από … Dictionary of Greek
ακετάλες — Οργανικές ενώσεις με γενικό τύπο RCH(OR’)2 ή RR’C (OR”)2, όπου R’ R” ρίζες. Είναι προϊόντα αφυδάτωσης των αλδεϋδών και μπορούν να θεωρηθούν αιθέρες δισθενών αλκοολών που περιέχουν τα δύο υδροξύλια στο ίδιο άτομο άνθρακα. Είναι σώματα υγρά, άχρωμα … Dictionary of Greek
αμινοβουτυρικό οξύ — Αμινοξύ των πρωτεϊνών, ευρέως διαδεδομένο στους ζωικούς και φυτικούς ιστούς. Ανάλογα με τη θέση του καρβοξυλίου και της αμινικής ομάδας, διακρίνεται σε α α.o., CH3CH2CH(NH2) COOH, σε β α.ο., CH3CH(NH2)CH2 COOH, και σε γ α.o., NH2CH2CH2CH2COOH. Το … Dictionary of Greek
απτοσφαιρίνη — Σφαιρίνη του αίματος και πιο συγκεκριμένα μέρος του α2, σφαιρινικού κλάσματος του ορού του αίματος. Έχει την ιδιότητα να συνδέεται με ελεύθερη αιμοσφαιρίνη κατά τρόπο εντελώς εξειδικευμένο, όπως δηλαδή τα αντιγόνα με τα αντισώματα, παρότι τα… … Dictionary of Greek
θειοθειικά άλατα — Άλατα του θειοθειικού οξέος H2S2O3. Είναι γνωστά κυρίως τα θ.ά. των αλκαλίων και των αλκαλικών γαιών που είναι ευδιάλυτα στο νερό. Τα θ.ά., σε αντίθεση με το θειοθειικό οξύ, είναι σταθερά σε συνήθη θερμοκρασία, αλλά με θέρμανση διασπώνται σε… … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek